Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

Το Μαύρο Κοστούμι

Το Μαύρο Κοστούμι

Υπήρξε μια εποχή που τα χαρτζιλίκια του παππού ήταν η καλύτερή μου, μπουκάλι, ή μπουκάλι ανάλογα την περίσταση, και όλη η παρέα κώλος να σερνόμαστε στα πεζοδρόμια και να ανταλλάζουμε στραβά φιλιά και άτσαλα μπουνίδια.
Όταν ήμουν δεκάξι, είχα μια μαλλούρα να, μπούκλες-μπούκλες, κι ο πάππος μού 'σταξε μια κατοσταρού για να τα πάρω γουλί. Με πιάσανε για λίγο τα αντιδραστικά εφηβικά μου,
αλλά μόνο για λίγο, μετά τα 'κοψα, τσίμπησα το μάνι και το ίδιο βράδυ δέκα άτομα μπουσουλούσαμε στην άσφαλτο, ανταλλάσαμε όρκους αιώνιας φιλίας φτύνοντας σάλια ο ένας στη μούρη του άλλου.
Ίδια φάση και με τα φράγκα που μου 'δινε για παπούτσια και για ρούχα. Ένα ελάχιστο ποσοστό πήγαινε σε κάτι φτηνιάρικο και αναλώσιμο ενώ τα υπόλοιπα τάιζαν (ή ποτίζανε μάλλον) τα βίτσια της ευαίσθητης ηλικίας μου.
Με το κοστούμι όμως ήταν άλλη ιστορία. Καταλάβαινα πως γι αυτόν ήταν πολύ σημαντικό, πως δεν με παίρνει να πάρω μια παλιατζούρα απ' τη λαϊκή και να τσεπώσω το περίσσευμα.
Χρόνια μ' έχωνε ο γέρος να το πάρω και χρόνια αντιστεκόμουν χωρίς να ξέρω πραγματικά το γιατί. Ήταν απ' αυτές τις περιπτώσεις υποσυνείδητης αντίστασης που καταλήγει σε χρόνια αναβλητικότητα. Φαντάζομαι πως δεν μου πήγαινε η καρδιά να τον ρίξω και σ'αυτό. Ή πως απλά βαριόμουνα να μπω στη διαδικασία. Η αλήθεια όμως είναι πως καθυστερούσα αυτή τη μικρή τελετουργία γιατί σήμαινε τη μετάβασή μου στην ενήλικη ζωή. Οι άντρες φοράνε κουστούμια. Έτσι είναι ο κόσμος του παππού μου. Κι εφόσον ο πατέρας μου δεν ήταν παρών, το 'νιωθε σαν υποχρέωση να μου προσφέρει αυτό το δώρο, ως άντρας προς άντρα.

Και τελικά το πήρα το κουστούμι. Μετά από σχεδόν μια δεκαετία, πήγα στο μαγαζί και διάλεξα μαύρο σακάκι, μαύρο παντελόνι, άσπρο πουκάμισο, μαύρη γραβάτα κορδόνι και σταράκια αντί για λουστρίνια. Το πήγα και στο ράφτη να το φέρει στα μέτρα μου. Σαν τρέντυ μαφιόζος μοιάζω μ'αυτό το κουστούμι, όταν με είδε ο γέρος όμως έκλαψε. Κι όχι μ'αυτό το χαρακτηριστικό παραπονιάρικο κλαψούρισμα της γεροντικής άνοιας που βάζει μπρος συνήθως. Έκλαψε από χαρά, με ένα χαμόγελο σφηνωμένο κάτω απ' το γκρίζο του μουστάκι, με τον ίδιο τρόπο που έκλαψε όταν του έπαιξα πρώτη φορά το καλοκαίρι τα κομμάτια μου, στην αυλή, και μαζεύτηκε όλη η γειτονιά και καμάρωνε.

Μου πήρε πάρα πολύ καιρό να καταλάβω πως το κουστούμι που διάλεξα είναι κουστούμι κηδείας, μα μου πήρε ακόμα περισσότερο καιρό να καταλάβω πως ακριβώς αυτός ήταν κι ο σκοπός του. Ο παππούς μου ξέρει πως σιγά - σιγά μας αφήνει, μέρα με τη μέρα. Κι εμείς το ξέρουμε, μα είναι το αμήχανο μυστικό μας. Το θέμα που φυλάμε συνέχεια στην άκρη του μυαλού μας μα ποτέ δεν μιλάμε γι' αυτό. Ένα μικρό οικογενειακό ταμπού. Αλλά ο παππούς μου προνόησε.

Γιατί είμαι ο τελευταίος άντρας της γενιάς που κουβαλάει το όνομά του, κι ο παππούς μου δεν θέλει να πάω στην κηδεία του ντυμένος σαν λέτσος. Θέλει να φοράω ένα ακριβό κοστούμι, κομψό και ραμμένο στα μέτρα μου, να με βλέπουν οι γνωστοί του και να λένε, "Αυτός είναι ο Ορφέας, ο εγγονός του Παρίση, πρώτο παλικάρι, καμαρωτό και όμορφο!". Αυτό θέλει από μένα. Και είναι το λιγότερο που μπορώ να δώσω στον άνθρωπο που ξαγρυπνούσε στο πλάι μου όταν βασανιζόμουν από χίλιες και δυο αρρώστιες.

Για την ώρα, είναι καλά. Σηκώνεται να κατουρήσει και πέφτει συνέχεια ο φουκαράς, δεν τον κρατάνε πια τα πόδια του , και μας παίρνει η γιαγιά τηλέφωνο να 'ρθούμε πέρα να τον σηκώσουμε. Αλλά είναι θηρίο, τα κόκαλά του είναι φτιαγμένα από μπετό. Τριάντα χρόνια στα τσιμέντα και άλλα τόσα στο μέτωπο σ'τα κάνουν αυτά.

Καλά είναι. Τον πιάνει το παράπονο που βαράνε διάλυση μυαλό και σώμα, και κλαψουρίζει, μα μετράει ένα σχεδόν αιώνα ο άνθρωπος. Τι να περιμένεις από ένα υπερήλικο βρέφος.

Καλά είναι. Μια φορά τη βδομάδα κάνουμε μπαρμπέρικο. Του ξυρίζω τα γένια και του ψαλιδίζω το μουστάκι, και πολύ το χαίρεται που τον κάνω ομορφόπαιδο. Πού και πού του παίζω κιθαρούλα. Του δίνω φιλάκια στην καράφλα, και όταν με κοιτάει μ'αυτό το άδειο, χαμένο βλέμμα του θυμίζω τ' όνομά μου γιατί ξέρω πως δεν το θυμάται πια. Και μετανιώνω, μα την αλήθεια, μετανιώνω που δεν του λέω πως τον αγαπάω σήμερα, κάθε σήμερα, γιατί ένα απ' αυτά τα αύριο δεν θα' ναι πια εδώ.

Και θα 'ρθει η ώρα να βγάλω απ' τη ντουλάπα το μαύρο κουστούμι, να καταπιώ τα δάκρυά μου και να σταθώ στην οικογένειά μου, σαν άντρας, όσο θα τον βυθίζουμε αργά, αργά στη γη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πες το!